Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκῑνέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικόν
προκλῑ́νω
πρόκλυτος
Πρόκνη
προκνημῑ́ς
προκοιτίᾱ
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκοψις
προκρῑ́νω
πρόκρισις
πρόκριτος
View word page
προ-κολάζω
προ-κολάζωvb inflict initial punishmentArist.

ShortDef

to chastise beforehand

Debugging

Headword:
προκολάζω
Headword (normalized):
προκολάζω
Headword (normalized/stripped):
προκολαζω
IDX:
34311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34312
Key:
προκολάζω

Data

{'headword_display': '<b>προ-κολάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-κολάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>inflict initial punishment</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προκολάζω'}