Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκινδῡνεύω
προκῑνέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικόν
προκλῑ́νω
πρόκλυτος
Πρόκνη
προκνημῑ́ς
προκοιτίᾱ
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
προκόμιον
προκοπή
προκόπτω
πρόκοψις
προκρῑ́νω
πρόκρισις
View word page
πρό-κοιτος
πρό-κοιτοςουmκοίτη one who keeps watch before a military campsentryPlb.

ShortDef

one who keeps watch before

Debugging

Headword:
πρόκοιτος
Headword (normalized):
πρόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
προκοιτος
IDX:
34310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34311
Key:
πρόκοιτος

Data

{'headword_display': '<b>πρό-κοιτος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρό-κοιτος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κοίτη</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who keeps watch before a military camp</Def><Tr>sentry</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόκοιτος'}