Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόκειμαι
προκέλευθος
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρῡκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδῡνεύω
προκῑνέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικόν
προκλῑ́νω
πρόκλυτος
Πρόκνη
προκνημῑ́ς
προκοιτίᾱ
πρόκοιτος
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
προκομίζω
View word page
προκλητικόν
προκλητικόνneut.advas a means of laying down a challengeref. to shoutingby a commanderPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προκλητικόν
Headword (normalized):
προκλητικόν
Headword (normalized/stripped):
προκλητικον
IDX:
34304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34305
Key:
προκλητικόν

Data

{'headword_display': '<b>προκλητικόν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>προκλητικόν</HL><PS>neut.adv</PS></vHG><advS1><Tr>as a means of laying down a challenge</Tr><ModVb>ref. to shouting<Expl>by a commander</Expl><Au>Plu.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'προκλητικόν'}