Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
προκάτημαι
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρῡκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδῡνεύω
προκῑνέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικόν
προκλῑ́νω
πρόκλυτος
Πρόκνη
προκνημῑ́ς
View word page
προ-κηρῡκεύομαι
προ-κηρῡκεύομαιmid.vb of a negotiatormake overturesw.prep.phr.to someoneAeschin.about sthg.And.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προκηρῡκεύομαι
Headword (normalized):
προκηρῡκεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προκηρυκευομαι
IDX:
34298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34299
Key:
προκηρῡκεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-κηρῡκεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-κηρῡκεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a negotiator</Indic><Tr>make overtures</Tr><PrPhr><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>to someone<Au>Aeschin.</Au></PrPhr><PrPhr>about sthg.<Au>And.</Au></PrPhr> </vS1> </VE>', 'key': 'προκηρῡκεύομαι'}