Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
προκάτημαι
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρῡκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδῡνεύω
προκῑνέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικόν
προκλῑ́νω
πρόκλυτος
Πρόκνη
View word page
προ-κηραίνω
προ-κηραίνωvb be anxiousw.gen.about someoneS.

ShortDef

to be anxious for

Debugging

Headword:
προκηραίνω
Headword (normalized):
προκηραίνω
Headword (normalized/stripped):
προκηραινω
IDX:
34297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34298
Key:
προκηραίνω

Data

{'headword_display': '<b>προ-κηραίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-κηραίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be anxious</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>about someone<Au>S.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προκηραίνω'}