Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
προκάτημαι
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρῡκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδῡνεύω
προκῑνέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικόν
προκλῑ́νω
πρόκλυτος
View word page
προ-κήδομαι
προ-κήδομαιmid.vb be concerned fortake care ofw.gen.someoneA. S. Plu.

ShortDef

to take care of, take thought for

Debugging

Headword:
προκήδομαι
Headword (normalized):
προκήδομαι
Headword (normalized/stripped):
προκηδομαι
IDX:
34296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34297
Key:
προκήδομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-κήδομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-κήδομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be concerned for<or/>take care of</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>someone<Au>A. S. Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προκήδομαι'}