Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαταχράομαι
πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
προκάτημαι
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρῡκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδῡνεύω
προκῑνέω
προκλαίω
πρόκλησις
προκλητικόν
προκλῑ́νω
View word page
προ-κέλευθος
προ-κέλευθοςονadj of a godguiding the journeyw.gen.of someoneMosch.

ShortDef

conducting

Debugging

Headword:
προκέλευθος
Headword (normalized):
προκέλευθος
Headword (normalized/stripped):
προκελευθος
IDX:
34295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34296
Key:
προκέλευθος

Data

{'headword_display': '<b>προ-κέλευθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προ-κέλευθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a god</Indic><Tr>guiding the journey<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone</Expl></Tr><Au>Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προκέλευθος'}