Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχράομαι
πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
προκάτημαι
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρῡκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδῡνεύω
προκῑνέω
προκλαίω
πρόκλησις
View word page
προκατόψομαι
προκατόψομαι
fut.mid.
see
προκαθοράω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προκατόψομαι
Headword (normalized):
προκατόψομαι
Headword (normalized/stripped):
προκατοψομαι
IDX:
34293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34294
Key:
προκατόψομαι
Data
{'headword_display': '<b>προκατόψομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>προκατόψομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προκαθοράω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προκατόψομαι'}