Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχράομαι
πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
προκάτημαι
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρῡκεύομαι
προκηρύσσω
προκινδῡνεύω
View word page
προ-κατηγορέω
προ-κατηγορέωcontr.vb accusesomeonein advancebefore he commits an offenceD. neut.pl.aor.pass.ptcpl.sb.accusations made earlierHyp.

ShortDef

to bring accusations beforehand

Debugging

Headword:
προκατηγορέω
Headword (normalized):
προκατηγορέω
Headword (normalized/stripped):
προκατηγορεω
IDX:
34290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34291
Key:
προκατηγορέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-κατηγορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-κατηγορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>accuse<Prnth>someone</Prnth>in advance<Expl>before he commits an offence</Expl></Tr><Au>D.</Au> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>neut.pl.aor.pass.ptcpl.sb.</GLbl><Def>accusations made earlier</Def><Au>Hyp.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προκατηγορέω'}