Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλεξίμορος
ἀλεξίπονος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἁλέσθαι
ἅλεσσι
ἀλέτης
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρῑ́βανος
ἀλετρίς
ἄλευαι
ἁλεῦμαι
ἀλεῦμαι
ἄλευρα
ἀλεύω
ἀλέω
ἀλεωρή
ἄλη
ἀλήθεια
View word page
ἀλε-τρῑ́βανος
ἀλε-τρῑ́βανοςουmτρῑ́βω utensil for grinding and poundingpestleAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλετρῑ́βανος
Headword (normalized):
ἀλετρῑ́βανος
Headword (normalized/stripped):
αλετριβανος
IDX:
3428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3429
Key:
ἀλετρῑ́βανος

Data

{'headword_display': '<b>ἀλε-τρῑ́βανος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀλε-τρῑ́βανος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τρῑ́βω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>utensil for grinding and pounding</Def><Tr>pestle</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀλετρῑ́βανος'}