Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαταπλήττομαι
προκατάρχομαι
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχράομαι
πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
προκάτημαι
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκήδομαι
προκηραίνω
προκηρῡκεύομαι
View word page
προ-κατεργάζομαι
προ-κατεργάζομαιpass.vb of a person's power and famebe achieved earlierby his fatherPlu.

ShortDef

subdue first

Debugging

Headword:
προκατεργάζομαι
Headword (normalized):
προκατεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προκατεργαζομαι
IDX:
34288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34289
Key:
προκατεργάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-κατεργάζομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προ-κατεργάζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person's power and fame</Indic><Tr>be achieved earlier<Expl>by his father</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'προκατεργάζομαι'}