Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαταπλέω
προκαταπλήττομαι
προκατάρχομαι
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχράομαι
πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
προκάτημαι
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκήδομαι
προκηραίνω
View word page
προ-κατελπίζω
προ-κατελπίζωvb entertain a prior hopeexpectationabout sthg.Plb.

ShortDef

to hope beforehand

Debugging

Headword:
προκατελπίζω
Headword (normalized):
προκατελπίζω
Headword (normalized/stripped):
προκατελπιζω
IDX:
34287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34288
Key:
προκατελπίζω

Data

{'headword_display': '<b>προ-κατελπίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-κατελπίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>entertain a prior hope<or/>expectation<Expl>about sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προκατελπίζω'}