Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταπλήττομαι
προκατάρχομαι
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχράομαι
πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
προκάτημαι
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκήδομαι
View word page
πρόκατε
πρόκατεIon.advseeπρόκα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόκατε
Headword (normalized):
πρόκατε
Headword (normalized/stripped):
προκατε
IDX:
34286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34287
Key:
πρόκατε

Data

{'headword_display': '<b>πρόκατε</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πρόκατε</HL><PS>Ion.adv</PS></HG><XR>see<Ref>πρόκα </Ref></XR> </XE>', 'key': 'πρόκατε'}