Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαταλῡ́ω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταπλήττομαι
προκατάρχομαι
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχράομαι
πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
προκάτημαι
προκατόψομαι
πρόκειμαι
προκέλευθος
View word page
προ-καταχράομαι
προ-καταχράομαιmid.contr.vb use up in advancew.dat.a maintenance allowancePlu.pf.pass.of Assemblies, ref. to the permitted number of their meetingshave already been used upD.

ShortDef

to use up beforehand

Debugging

Headword:
προκαταχράομαι
Headword (normalized):
προκαταχράομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταχραομαι
IDX:
34285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34286
Key:
προκαταχράομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-καταχράομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-καταχράομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>use up in advance</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a maintenance allowance<Au>Plu.</Au></Cmpl><vSGrm><GLbl>pf.pass.</GLbl><Indic>of Assemblies, ref. to the permitted number of their meetings</Indic><Def>have already been used up</Def><Au>D.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προκαταχράομαι'}