Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλῡ́ω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταπλήττομαι
προκατάρχομαι
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχράομαι
πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
προκάτημαι
προκατόψομαι
View word page
προ-καταφεύγω
προ-καταφεύγωvb of a person, shipsescape firstbefore they can be caughtTh.before othersTh.

ShortDef

to escape to a place of safety before

Debugging

Headword:
προκαταφεύγω
Headword (normalized):
προκαταφεύγω
Headword (normalized/stripped):
προκαταφευγω
IDX:
34283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34284
Key:
προκαταφεύγω

Data

{'headword_display': '<b>προ-καταφεύγω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-καταφεύγω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person, ships</Indic><Tr>escape first<Expl>before they can be caught</Expl></Tr><Au>Th.</Au><vS2><Indic>before others</Indic><Au>Th.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προκαταφεύγω'}