Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλῡ́ω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταπλήττομαι
προκατάρχομαι
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχράομαι
πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
προκάτημαι
View word page
προ-κατασῡ́ρω
προ-κατασῡ́ρωvb of a commanderravagew.acc.a regionfirstPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προκατασῡ́ρω
Headword (normalized):
προκατασῡ́ρω
Headword (normalized/stripped):
προκατασυρω
IDX:
34282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34283
Key:
προκατασῡ́ρω

Data

{'headword_display': '<b>προ-κατασῡ́ρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-κατασῡ́ρω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a commander</Indic><Tr>ravage<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a region</Prnth>first</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προκατασῡ́ρω'}