Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκατακαίω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλῡ́ω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταπλήττομαι
προκατάρχομαι
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχράομαι
πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορίᾱ
View word page
προκατασκευή
προκατασκευήῆςf preparatory trainingPlb.preparatory treatmentby a historianintroductionsts. w.gen.to a topic or workPlb.

ShortDef

previous preparation, a preface, introduction

Debugging

Headword:
προκατασκευή
Headword (normalized):
προκατασκευή
Headword (normalized/stripped):
προκατασκευη
IDX:
34281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34282
Key:
προκατασκευή

Data

{'headword_display': '<b>προκατασκευή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προκατασκευή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>preparatory training</Tr><Au>Plb.</Au></nS1><nS1><Def>preparatory treatment<Expl>by a historian</Expl></Def><Tr>introduction<Expl>sts. <GLbl>w.gen.</GLbl>to a topic or work</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προκατασκευή'}