Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατακαίω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλῡ́ω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταπλήττομαι
προκατάρχομαι
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχράομαι
πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατέχω
View word page
προ-κατάρχομαι
προ-κατάρχομαιmid.vb of colonistsgive priorityw.gen. + dat.at sacrifices, to someonefr. the mother cityTh. of a leaderbegin hostilitiesPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προκατάρχομαι
Headword (normalized):
προκατάρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταρχομαι
IDX:
34279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34280
Key:
προκατάρχομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-κατάρχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-κατάρχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of colonists</Indic><Tr>give priority</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen. + dat.</GLbl>at sacrifices, to someone<Expl>fr. the mother city</Expl><Au>Th.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of a leader</Indic><Tr>begin hostilities</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προκατάρχομαι'}