Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατακαίω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλῡ́ω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταπλήττομαι
προκατάρχομαι
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχράομαι
πρόκατε
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
View word page
προ-καταπλήττομαι
προ-καταπλήττομαιAtt.mid.vbκαταπλήσσω throww.acc.enemy troopsinto panic firstbefore attacking themPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προκαταπλήττομαι
Headword (normalized):
προκαταπλήττομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταπληττομαι
IDX:
34278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34279
Key:
προκαταπλήττομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-καταπλήττομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-καταπλήττομαι</HL><PS>Att.mid.vb</PS><Ety><Ref>καταπλήσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>throw<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>enemy troops</Prnth>into panic first<Expl>before attacking them</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προκαταπλήττομαι'}