Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαλύπτω
προκάμνω
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατακαίω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλῡ́ω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταπλήττομαι
προκατάρχομαι
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχράομαι
πρόκατε
View word page
προ-καταπίπτω
προ-καταπίπτωvb of rumours about someonearrive pell-mellw.prep.phr.at a cityin advanceof his arrivalPlu.

ShortDef

to fall down before

Debugging

Headword:
προκαταπίπτω
Headword (normalized):
προκαταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προκαταπιπτω
IDX:
34276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34277
Key:
προκαταπίπτω

Data

{'headword_display': '<b>προ-καταπίπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-καταπίπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of rumours about someone</Indic><Tr>arrive pell-mell<Prnth><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>at a city</Prnth>in advance<Expl>of his arrival</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προκαταπίπτω'}