Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατακαίω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλῡ́ω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταπλήττομαι
προκατάρχομαι
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
View word page
προ-καταλήγω
προ-καταλήγωvb of a mountain rangestop shortof a placePlb.

ShortDef

to terminate beforehand

Debugging

Headword:
προκαταλήγω
Headword (normalized):
προκαταλήγω
Headword (normalized/stripped):
προκαταληγω
IDX:
34274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34275
Key:
προκαταλήγω

Data

{'headword_display': '<b>προ-καταλήγω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-καταλήγω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a mountain range</Indic><Tr>stop short<Expl>of a place</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προκαταλήγω'}