Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατακαίω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλῡ́ω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταπλήττομαι
προκατάρχομαι
προκατασκευάζω
προκατασκευή
προκατασῡ́ρω
προκαταφεύγω
View word page
προ-καταλέγομαι
προ-καταλέγομαιpass.vb of a countrybe described previouslyHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προκαταλέγομαι
Headword (normalized):
προκαταλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταλεγομαι
IDX:
34273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34274
Key:
προκαταλέγομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-καταλέγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-καταλέγομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a country</Indic><Tr>be described previously</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προκαταλέγομαι'}