Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλεξίλογος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξίπονος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἁλέσθαι
ἅλεσσι
ἀλέτης
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρῑ́βανος
ἀλετρίς
ἄλευαι
ἁλεῦμαι
ἀλεῦμαι
ἄλευρα
ἀλεύω
ἀλέω
ἀλεωρή
View word page
ἀλετός
ἀλετόςοῦm grindingof cornPlu.

ShortDef

a grinding

Debugging

Headword:
ἀλετός
Headword (normalized):
ἀλετός
Headword (normalized/stripped):
αλετος
IDX:
3426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3427
Key:
ἀλετός

Data

{'headword_display': '<b>ἀλετός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀλετός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>grinding<Expl>of corn</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀλετός'}