Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατακαίω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
προκαταλῡ́ω
προκαταπίπτω
προκαταπλέω
προκαταπλήττομαι
View word page
προκάς
προκάςάδοςfπρόξ a kind of deerdeerhHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προκάς
Headword (normalized):
προκάς
Headword (normalized/stripped):
προκας
IDX:
34268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34269
Key:
προκάς

Data

{'headword_display': '<b>προκάς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προκάς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πρόξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>a kind of deer</Def><Tr>deer</Tr><Au>hHom.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προκάς'}