Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατακαίω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
προκαταλήγω
View word page
προ-καλινδέομαι
προ-καλινδέομαιv.l.προκυλινδέομαιmid.contr.vb of Persiansroll on the ground in frontof someonegrovelIsoc.

ShortDef

to fall prostrate before another

Debugging

Headword:
προκαλινδέομαι
Headword (normalized):
προκαλινδέομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαλινδεομαι
IDX:
34264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34265
Key:
προκαλινδέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-καλινδέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-καλινδέομαι<VL><Lbl>v.l.</Lbl><FmHL>προκυλινδέομαι</FmHL></VL></HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of Persians</Indic><Def>roll on the ground in front<Expl>of someone</Expl></Def><Tr>grovel</Tr><Au>Isoc.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προκαλινδέομαι'}