Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόκα
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
προκατακαίω
προκαταλαμβάνω
προκαταλέγομαι
View word page
προκαλίζομαι
προκαλίζομαιmid.vbreltd.προκαλέομαι challengesomeonests. w.inf.to fight or sim.Hom.

ShortDef

to call forth

Debugging

Headword:
προκαλίζομαι
Headword (normalized):
προκαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαλιζομαι
IDX:
34263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34264
Key:
προκαλίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>προκαλίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προκαλίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>προκαλέομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>challenge</Tr><Obj>someone<Expl>sts. <GLbl>w.inf.</GLbl>to fight or sim.</Expl><Au>Hom.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προκαλίζομαι'}