Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προίσχω
Προιτίδες
προῑ́ωξις
πρόκα
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάς
προκαταγγέλλω
προκαταγιγνώσκω
View word page
προ-καθοράω
προ-καθοράωcontr.vbfut.
προκατόψομαι
of shipstake a look in advancereconnoitreHdt.

ShortDef

to examine beforehand, to reconnoitre

Debugging

Headword:
προκαθοράω
Headword (normalized):
προκαθοράω
Headword (normalized/stripped):
προκαθοραω
IDX:
34260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34261
Key:
προκαθοράω

Data

{'headword_display': '<b>προ-καθοράω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-καθοράω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>προκατόψομαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of ships</Indic><Def>take a look in advance</Def><Tr>reconnoitre</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προκαθοράω'}