Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προιππάζομαι
προιππεύω
προΐσσομαι
προίστημι
προιστορέω
προίσχω
Προιτίδες
προῑ́ωξις
πρόκα
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
View word page
προ-καθηγέομαι
προ-καθηγέομαιmid.contr.vb of allied sailorstake a leading rolePlb. of goodwill towards someoneact as an incentiveto do sthg.Plb.of eventsinfluence in advancew.gen.purposes and decisionsPlb.

ShortDef

to go before and guide

Debugging

Headword:
προκαθηγέομαι
Headword (normalized):
προκαθηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαθηγεομαι
IDX:
34255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34256
Key:
προκαθηγέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-καθηγέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-καθηγέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of allied sailors</Indic><Tr>take a leading role</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of goodwill towards someone</Indic><Tr>act as an incentive<Expl>to do sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au><vS2><Indic>of events</Indic><Tr>influence in advance</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>purposes and decisions<Au>Plb.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προκαθηγέομαι'}