Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προίξ
προιππάζομαι
προιππεύω
προΐσσομαι
προίστημι
προιστορέω
προίσχω
Προιτίδες
προῑ́ωξις
πρόκα
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
View word page
προ-καθεύδω
προ-καθεύδωvb have a sleep in frontof a courthouse, while waiting for admittanceAr.

ShortDef

to sleep before

Debugging

Headword:
προκαθεύδω
Headword (normalized):
προκαθεύδω
Headword (normalized/stripped):
προκαθευδω
IDX:
34254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34255
Key:
προκαθεύδω

Data

{'headword_display': '<b>προ-καθεύδω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-καθεύδω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>have a sleep in front<Expl>of a courthouse, while waiting for admittance</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προκαθεύδω'}