Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προΐκτης
προίξ
προιππάζομαι
προιππεύω
προΐσσομαι
προίστημι
προιστορέω
προίσχω
Προιτίδες
προῑ́ωξις
πρόκα
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκάθημαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκαθίστημι
προκαθοράω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκαλίζομαι
View word page
πρόκα
πρόκαalsoπρόκατεIon.advπρό at once, immediatelyHdt. Call. AR.

ShortDef

forthwith, straightway, suddenly

Debugging

Headword:
πρόκα
Headword (normalized):
πρόκα
Headword (normalized/stripped):
προκα
IDX:
34253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34254
Key:
πρόκα

Data

{'headword_display': '<b>πρόκα</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>πρόκα</HL><VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>πρόκατε</FmHL></VL><PS>Ion.adv</PS><Ety><Ref>πρό</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>at once, immediately</Tr><Au>Hdt. Call. AR.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'πρόκα'}