Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προθῡμίᾱ
πρόθῡμος
προθύραια
πρόθυρον
προθῡ́ω
προιάλλω
προιάπτω
προϊδεῖν
προίζομαι
προίημι
προΐκτης
προίξ
προιππάζομαι
προιππεύω
προΐσσομαι
προίστημι
προιστορέω
προίσχω
Προιτίδες
προῑ́ωξις
πρόκα
View word page
προΐκτης
προΐκτηςουmπροίξ one who reaches out his handfor a giftbeggarOd.

ShortDef

beggar, mendicant

Debugging

Headword:
προΐκτης
Headword (normalized):
προΐκτης
Headword (normalized/stripped):
προικτης
IDX:
34243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34244
Key:
προΐκτης

Data

{'headword_display': '<b>προΐκτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προΐκτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>προίξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who reaches out his hand<Expl>for a gift</Expl></Def><Tr>beggar</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προΐκτης'}