Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προῆκα
προήκης
προήκω
προῆμαι
προῆμαρ
προήσθησις
προηττάω
προθαλής
προθέλυμνος
προθέμᾱν
προθεραπεύω
πρόθεσις
προθεσμίᾱ
προθεσπίζω
προθέω
προθνῄσκω
προθρῴσκω
πρόθῡμα
προθῡμέομαι
προθῡμίᾱ
πρόθῡμος
View word page
προ-θεραπεύω
προ-θεραπεύωvb give preparatory treatmentto wool before dyeingPl. try to win overw.acc.someonein advancePlu.

ShortDef

to prepare beforehand

Debugging

Headword:
προθεραπεύω
Headword (normalized):
προθεραπεύω
Headword (normalized/stripped):
προθεραπευω
IDX:
34224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34225
Key:
προθεραπεύω

Data

{'headword_display': '<b>προ-θεραπεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-θεραπεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>give preparatory treatment<Expl>to wool before dyeing</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> <vS1><Tr>try to win over<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>in advance</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προθεραπεύω'}