Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προηγέομαι
προηγητήρ
προηγητής
προηγορέω
προήδομαι
προῆκα
προήκης
προήκω
προῆμαι
προῆμαρ
προήσθησις
προηττάω
προθαλής
προθέλυμνος
προθέμᾱν
προθεραπεύω
πρόθεσις
προθεσμίᾱ
προθεσπίζω
προθέω
προθνῄσκω
View word page
προήσθησις
προήσθησιςεωςfπροήδομαι anticipatory pleasurePl.

ShortDef

joy beforehand

Debugging

Headword:
προήσθησις
Headword (normalized):
προήσθησις
Headword (normalized/stripped):
προησθησις
IDX:
34219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34220
Key:
προήσθησις

Data

{'headword_display': '<b>προήσθησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προήσθησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>προήδομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>anticipatory pleasure</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προήσθησις'}