Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προετικός
προετοιμάζομαι
προέτω
προευλαβέομαι
προεφίστημι
προέχω
προήγαγον
προηγεμών
προηγέομαι
προηγητήρ
προηγητής
προηγορέω
προήδομαι
προῆκα
προήκης
προήκω
προῆμαι
προῆμαρ
προήσθησις
προηττάω
προθαλής
View word page
προηγητής
προηγητήςοῦmguidefor a blind manS.usherpreceding a bridal carriageHyp.

ShortDef

one who goes before to shew the way, a guide

Debugging

Headword:
προηγητής
Headword (normalized):
προηγητής
Headword (normalized/stripped):
προηγητης
IDX:
34211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34212
Key:
προηγητής

Data

{'headword_display': '<b>προηγητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προηγητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>guide<Expl>for a blind man</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1><nS1><Tr>usher<Expl>preceding a bridal carriage</Expl></Tr><Au>Hyp.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προηγητής'}