Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προερῶ
πρόες
πρόεσις
προετέον
προετικός
προετοιμάζομαι
προέτω
προευλαβέομαι
προεφίστημι
προέχω
προήγαγον
προηγεμών
προηγέομαι
προηγητήρ
προηγητής
προηγορέω
προήδομαι
προῆκα
προήκης
προήκω
προῆμαι
View word page
προήγαγον
προήγαγονaor.2seeπροάγω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προήγαγον
Headword (normalized):
προήγαγον
Headword (normalized/stripped):
προηγαγον
IDX:
34207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34208
Key:
προήγαγον

Data

{'headword_display': '<b>προήγαγον</b>', 'content': '<XE><RefFm>προήγαγον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προάγω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προήγαγον'}