Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προερρήθην
προερύω
προέρχομαι
προερῶ
πρόες
πρόεσις
προετέον
προετικός
προετοιμάζομαι
προέτω
προευλαβέομαι
προεφίστημι
προέχω
προήγαγον
προηγεμών
προηγέομαι
προηγητήρ
προηγητής
προηγορέω
προήδομαι
προῆκα
View word page
προ-ευλαβέομαι
προ-ευλαβέομαιmid.contr.vbaor.pass.ptcpl.w.mid.sens.
προευλαβηθείς
take precautions in advanceD.

ShortDef

to take heed, be cautious beforehand

Debugging

Headword:
προευλαβέομαι
Headword (normalized):
προευλαβέομαι
Headword (normalized/stripped):
προευλαβεομαι
IDX:
34204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34205
Key:
προευλαβέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-ευλαβέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-ευλαβέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.pass.ptcpl.<Expl>w.mid.sens.</Expl></Lbl><Form>προευλαβηθείς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>take precautions in advance</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προευλαβέομαι'}