Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξητήρ
ἀλεξητήριος
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρης
ἀλεξίκακος
ἀλεξίλογος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξίπονος
ἀλεξιφάρμακον
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἁλέσθαι
ἅλεσσι
ἀλέτης
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρῑ́βανος
ἀλετρίς
View word page
ἀλεξί-πονος
ἀλεξί-πονοςονadjπόνος of Asklepiosaverting painS.lyr.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλεξίπονος
Headword (normalized):
ἀλεξίπονος
Headword (normalized/stripped):
αλεξιπονος
IDX:
3419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3420
Key:
ἀλεξίπονος

Data

{'headword_display': '<b>ἀλεξί-πονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀλεξί-πονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Asklepios</Indic><Tr>averting pain</Tr><Au>S.<Wk>lyr.fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀλεξίπονος'}