Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
προεπανασείω
προεπιβάλλω
προεπιβουλεύω
προεπιδείκνῡμι
προεπιπλήττω
προεπίσταμαι
προεπιχειρέω
προεργάζομαι
προερέσσω
προερευνάομαι
προερρήθην
προερύω
προέρχομαι
προερῶ
πρόες
πρόεσις
προετέον
προετικός
προετοιμάζομαι
προέτω
προευλαβέομαι
View word page
προερρήθην
προερρήθην
aor.pass.
see
προείρω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προερρήθην
Headword (normalized):
προερρήθην
Headword (normalized/stripped):
προερρηθην
IDX:
34194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34195
Key:
προερρήθην
Data
{'headword_display': '<b>προερρήθην</b>', 'content': '<XE><RefFm>προερρήθην<LblR>aor.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προείρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προερρήθην'}