Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεξελαύνω
προεξέρχομαι
προεξορμάω
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπιβάλλω
προεπιβουλεύω
προεπιδείκνῡμι
προεπιπλήττω
προεπίσταμαι
προεπιχειρέω
προεργάζομαι
προερέσσω
προερευνάομαι
προερρήθην
προερύω
προέρχομαι
προερῶ
πρόες
πρόεσις
προετέον
View word page
προ-επιχειρέω
προ-επιχειρέωcontr.vb be first to attackTh. Plu.

ShortDef

to be the first to attack

Debugging

Headword:
προεπιχειρέω
Headword (normalized):
προεπιχειρέω
Headword (normalized/stripped):
προεπιχειρεω
IDX:
34190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34191
Key:
προεπιχειρέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-επιχειρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-επιχειρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be first to attack</Tr><Au>Th. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προεπιχειρέω'}