Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεξειλεγμένος
προέξειμι
προεξελαύνω
προεξέρχομαι
προεξορμάω
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπιβάλλω
προεπιβουλεύω
προεπιδείκνῡμι
προεπιπλήττω
προεπίσταμαι
προεπιχειρέω
προεργάζομαι
προερέσσω
προερευνάομαι
προερρήθην
προερύω
προέρχομαι
προερῶ
πρόες
View word page
προ-επιπλήττω
προ-επιπλήττωv.l.προσ-Att.vbἐπιπλήσσω rebukew.dat.oneselfin advanceas a rhetorical techniqueArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προεπιπλήττω
Headword (normalized):
προεπιπλήττω
Headword (normalized/stripped):
προεπιπληττω
IDX:
34188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34189
Key:
προεπιπλήττω

Data

{'headword_display': '<b>προ-επιπλήττω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-επιπλήττω<VL><Lbl>v.l.</Lbl><FmHL>προσ-</FmHL></VL></HL><PS>Att.vb</PS><Ety><Ref>ἐπιπλήσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>rebuke<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>oneself</Prnth>in advance<Expl>as a rhetorical technique</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προεπιπλήττω'}