Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεξᾴσσω
προεξέδρη
προεξειλεγμένος
προέξειμι
προεξελαύνω
προεξέρχομαι
προεξορμάω
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπιβάλλω
προεπιβουλεύω
προεπιδείκνῡμι
προεπιπλήττω
προεπίσταμαι
προεπιχειρέω
προεργάζομαι
προερέσσω
προερευνάομαι
προερρήθην
προερύω
προέρχομαι
View word page
προ-επιβουλεύω
προ-επιβουλεύωvb form plans againstw.dat.someonein advanceTh.pass.be the victim of forward planningTh.

ShortDef

to plot against

Debugging

Headword:
προεπιβουλεύω
Headword (normalized):
προεπιβουλεύω
Headword (normalized/stripped):
προεπιβουλευω
IDX:
34186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34187
Key:
προεπιβουλεύω

Data

{'headword_display': '<b>προ-επιβουλεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-επιβουλεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>form plans against<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>in advance</Tr><Au>Th.</Au><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be the victim of forward planning</Def><Au>Th.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προεπιβουλεύω'}