Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεξαλείφομαι
προεξαμαρτάνω
προεξανάγομαι
προεξανίσταμαι
προεξαποστέλλω
προεξᾴσσω
προεξέδρη
προεξειλεγμένος
προέξειμι
προεξελαύνω
προεξέρχομαι
προεξορμάω
προεπαινέω
προεπανασείω
προεπιβάλλω
προεπιβουλεύω
προεπιδείκνῡμι
προεπιπλήττω
προεπίσταμαι
προεπιχειρέω
προεργάζομαι
View word page
προ-εξέρχομαι
προ-εξέρχομαιmid.vbaor.2
προεξῆλθον
pf.
προεξελήλυθα
of troopsgo outfr. a citybeforehandTh.of a personleavea countrybeforehandPlb.

ShortDef

to go out before

Debugging

Headword:
προεξέρχομαι
Headword (normalized):
προεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προεξερχομαι
IDX:
34181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34182
Key:
προεξέρχομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-εξέρχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-εξέρχομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>προεξῆλθον</Form></Tns><Tns><Lbl>pf.</Lbl><Form>προεξελήλυθα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of troops</Indic><Tr>go out<Prnth>fr. a city</Prnth>beforehand</Tr><Au>Th.</Au><vS2><Indic>of a person</Indic><Tr>leave<Prnth>a country</Prnth>beforehand</Tr><Au>Plb.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προεξέρχομαι'}