Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
προέμεν
προενδείκνυμαι
προενεργέω
προενοίκησις
προενσείω
προεντυγχάνω
προεξαγγέλλω
προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξᾱίσσω
προεξαλείφομαι
προεξαμαρτάνω
προεξανάγομαι
προεξανίσταμαι
προεξαποστέλλω
προεξᾴσσω
προεξέδρη
προεξειλεγμένος
View word page
προ-εξαγκωνίζω
προ-εξαγκωνίζωvb fig., of an orator, envisaged as a wrestlerengage in a preliminary grappleArist.

ShortDef

to move the arms before

Debugging

Headword:
προεξαγκωνίζω
Headword (normalized):
προεξαγκωνίζω
Headword (normalized/stripped):
προεξαγκωνιζω
IDX:
34168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34169
Key:
προεξαγκωνίζω

Data

{'headword_display': '<b>προ-εξαγκωνίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-εξαγκωνίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig., of an orator, envisaged as a wrestler</Indic><Tr>engage in a preliminary grapple</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προεξαγκωνίζω'}