Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προέλκω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
προέμεν
προενδείκνυμαι
προενεργέω
προενοίκησις
προενσείω
προεντυγχάνω
προεξαγγέλλω
προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξᾱίσσω
προεξαλείφομαι
προεξαμαρτάνω
προεξανάγομαι
προεξανίσταμαι
View word page
προ-ενοίκησις
προ-ενοίκησιςεωςf previous occupationw.dbl.gen.of an island, by a peopleTh.

ShortDef

a dwelling in

Debugging

Headword:
προενοίκησις
Headword (normalized):
προενοίκησις
Headword (normalized/stripped):
προενοικησις
IDX:
34164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34165
Key:
προενοίκησις

Data

{'headword_display': '<b>προ-ενοίκησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προ-ενοίκησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>previous occupation<Expl><GLbl>w.dbl.gen.</GLbl>of an island, by a people</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προενοίκησις'}