Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προέλκω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
προέμεν
προενδείκνυμαι
προενεργέω
προενοίκησις
προενσείω
προεντυγχάνω
προεξαγγέλλω
προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξᾱίσσω
προεξαλείφομαι
προεξαμαρτάνω
προεξανάγομαι
View word page
προ-ενεργέω
προ-ενεργέωcontr.vb practise firstcertain abilities, as a necessary preliminary to possessing themArist.

ShortDef

practise first

Debugging

Headword:
προενεργέω
Headword (normalized):
προενεργέω
Headword (normalized/stripped):
προενεργεω
IDX:
34163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34164
Key:
προενεργέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-ενεργέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-ενεργέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>practise first<Expl>certain abilities, as a necessary preliminary to possessing them</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προενεργέω'}