Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκτίθημι
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προέλκω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
προέμεν
προενδείκνυμαι
προενεργέω
προενοίκησις
προενσείω
προεντυγχάνω
προεξαγγέλλω
προεξαγκωνίζω
προεξάγω
προεξᾱίσσω
View word page
προ-εμβιβάζω
προ-εμβιβάζωvb involvew.acc.someonebeforehandw. εἰς + acc.in hostility, warPlb.

ShortDef

to put in before

Debugging

Headword:
προεμβιβάζω
Headword (normalized):
προεμβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
προεμβιβαζω
IDX:
34160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34161
Key:
προεμβιβάζω

Data

{'headword_display': '<b>προ-εμβιβάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-εμβιβάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>involve<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>beforehand</Tr><PrPhr><GLbl>w. <Ref>εἰς</Ref> + acc.</GLbl>in hostility, war<Au>Plb.</Au></PrPhr> </vS1> </VE>', 'key': 'προεμβιβάζω'}