Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεκλῡ́ω
προεκπέμπω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκτίθημι
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προέλκω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
προέμεν
προενδείκνυμαι
προενεργέω
προενοίκησις
προενσείω
προεντυγχάνω
προεξαγγέλλω
View word page
προ-έλκω
προ-έλκωvbaor.
προείλκυσα
drag forthsomeoneout of doorsMen.

ShortDef

draw, drag forth

Debugging

Headword:
προέλκω
Headword (normalized):
προέλκω
Headword (normalized/stripped):
προελκω
IDX:
34157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34158
Key:
προέλκω

Data

{'headword_display': '<b>προ-έλκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-έλκω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>προείλκυσα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>drag forth</Tr><Obj>someone<Expl>out of doors</Expl><Au>Men.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προέλκω'}