Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγομαι
προεκλῡ́ω
προεκπέμπω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκτίθημι
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προέλκω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
προέμεν
προενδείκνυμαι
προενεργέω
προενοίκησις
View word page
προεκφόβησις
προεκφόβησιςεωςf creation of early panicin enemy troopsTh.

ShortDef

a previous panic

Debugging

Headword:
προεκφόβησις
Headword (normalized):
προεκφόβησις
Headword (normalized/stripped):
προεκφοβησις
IDX:
34154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34155
Key:
προεκφόβησις

Data

{'headword_display': '<b>προεκφόβησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προεκφόβησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>creation of early panic<Expl>in enemy troops</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προεκφόβησις'}