Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεκδίδωμι
προεκδραμεῖν
προέκθεσις
προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγομαι
προεκλῡ́ω
προεκπέμπω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκτίθημι
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προέλκω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
προέμεν
View word page
προ-εκπλήσσω
προ-εκπλήσσωvb of a politician seeking powerstartlew.acc.peoplebeforehandw. oraclesPlu.

ShortDef

to astound before

Debugging

Headword:
προεκπλήσσω
Headword (normalized):
προεκπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
προεκπλησσω
IDX:
34151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34152
Key:
προεκπλήσσω

Data

{'headword_display': '<b>προ-εκπλήσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-εκπλήσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a politician seeking power</Indic><Tr>startle<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>people</Prnth>beforehand<Expl>w. oracles</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προεκπλήσσω'}