Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεκδαπανάομαι
προεκδίδωμι
προεκδραμεῖν
προέκθεσις
προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγομαι
προεκλῡ́ω
προεκπέμπω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκτίθημι
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προέλκω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
προεμβιβάζω
View word page
προ-εκπλέω
προ-εκπλέωcontr.vb of a person, a shipsail out aheadof othersPlu.

ShortDef

to sail out before

Debugging

Headword:
προεκπλέω
Headword (normalized):
προεκπλέω
Headword (normalized/stripped):
προεκπλεω
IDX:
34150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34151
Key:
προεκπλέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-εκπλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-εκπλέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person, a ship</Indic><Tr>sail out ahead<Expl>of others</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προεκπλέω'}